- επτακοσιοστός
- -ή, -ό (ΑΜ ἑπτακοσιοστός, -ή, -όν)αυτός που στην αρίθμηση ή στη σειρά έχει τον αριθμό επτακόσιανεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το επτακοσιοστότό ένα από τα επτακόσια ίσα μέρη στα οποία διαιρείται ένα σύνολο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑπτακοσιοστόν — ἑπτακοσιοστός seven hundredth masc acc sg ἑπτακοσιοστός seven hundredth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπτακοσιοστοῦ — ἑπτακοσιοστός seven hundredth masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπτακοσιοστῷ — ἑπτακοσιοστός seven hundredth masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Griechische Zahlwörter — Griechische Zahlwörter, die zumeist über das Lateinische aus dem Altgriechischen vermittelt wurden, sind wie Präpositionen Wortbestandteil vieler deutscher und internationaler Fach und Lehnwörter. Zur Zahlenschreibung der antiken Griechen siehe… … Deutsch Wikipedia
επτακόσιοι — και εφτακόσιοι, ες, α (Α ἑπτακόσιοι, αι, α) (απόλ. αριθμτ.) επτά εκατοντάδες νεοελλ. το ουδ. σε χρήση αντί για το τακτικό επτακοσιοστός («το επτακόσια μετά Χριστόν» το επτακοσιοστό έτος μετά τη γέννηση τού Χριστού) … Dictionary of Greek